- ευμαρώ
- εὐμαρῶ, -έω (Α) [ευμαρής] ευπορώ, έχω αφθονία αγαθών («τὸ δὲ πάντων εὐμαρεῑν οὐδὲν γλυκὺ θυατοῑσιν», Βακχυλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρευμαρώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «παρηυμάρησεν κατεφρόνησεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὐμαρῶ «ευπορώ»] … Dictionary of Greek